- ριγωτός
- η , ό[ν] разлинованный, разграфлённый (о бумаге)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριγωτός — ή, ό, Ν [ριγώνω] αυτός που έχει ρίγες, ο ριγέ … Dictionary of Greek
ριγωτός — ή, ό αυτός που στην επιφάνειά του έχει χαραγμένες ίσιες γραμμές, ραβδωτός, ριγέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριγέ — ο, η, το, Ν άκλ. (για ύφασμα) αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raye «γραμμωτός, ριγωτός»] … Dictionary of Greek
αραδωτός — ή, ό (για χαρτί) αυτός που έχει αράδες, ο ριγωτός … Dictionary of Greek
βεργωτός — ή, ό 1. παρόμοιος με βέργα 2. χαρακωμένος, ριγωτός … Dictionary of Greek
γραμμωτός — ή, ό αυτός που φέρει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός … Dictionary of Greek
κατάγραπτος — κατάγραπτος, ον (Μ) 1. ραβδωτός, ριγωτός («ὁ κατάγραπτος, ἤγουν ὡς ἡ κοινή ὁμιλία λαλεῑ, γραμμιστός», Ευστ.) 2. ποικίλος, με διαφορετικά χρώματα («σῡκα κατάγραπτα», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γραπτός (< γραπτός < γράφω «ζωγραφίζω,… … Dictionary of Greek
λωρωτός — λωρωτός, ή, όν (Μ) [λωρί] 1. λουρωτός, λουριδωτός, ριγωτός 2. είδος υφάσματος με πολύχρωμες ρίγες … Dictionary of Greek
πολύριγος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλές ρίγες, ριγωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ρίγα] … Dictionary of Greek
ριγάτος — η, ο, Ν [ρίγα / ρήγα] ο ριγωτός … Dictionary of Greek
γραμμωτός — ή, ό αυτός που έχει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός: Στο ζωολογικό κήπο ξεχώριζαν οι γραμμωτές ζέβρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)